- ειρηνικός
- -ή, -ό (AM εἰρηνικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη («ειρηνική περίοδος», «ειρηνικός βίος», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν»)2. όποιος συντελεί στην ειρήνη ή στην ειρήνευση («ειρηνικές προσπάθειες»)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εἰρηνικά (ή συναπτή)προτροπές τού διακόνου ή τού ιερέα προς τους πιστούς να προσευχηθούν με συγκεκριμένα αιτήματα προς τον Θεό (προτάσσεται η φράση: «ἐν εἰρήνῃ τοῡ Κυρίου δεηθῶμεν»)4. φρ. ἡ εἰρηνική (επιστολή), τὸ εἰρηνικόν (γράμμα), τὰ εἰρηνικά (γράμματα)επιστολές μεταξύ πατριαρχών και άλλων αρχιερέων σε σπουδαίες περιστάσεις ή έγγραφη χορήγηση άδειας από αρχιερέα σε κληρικό που μεταβαίνει σε άλλη επισκοπήνεοελλ.χωρίς πόλεμο, διένεξη ή δικαστική διαμάχη («ειρηνική επίλυση διαφορών»)μσν.(για τον καιρό) γαλήνιος, ήσυχος.
Dictionary of Greek. 2013.